- παραγγελιῶν
- παραγγελίαcommandfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηχανογράφηση — Όρος που αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επεξεργασία διοικητικών και οικονομικών πληροφοριών στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού. Ειδικότερα τα πεδία εφαρμογής της μ. είναι η μισθοδοσία, οι αποθήκες, ο έλεγχος… … Dictionary of Greek
υπεργολαβία — η, Ν 1. η ανάθεση τής εκτέλεσης έργου ή μέρους έργου από έναν εργολάβο σε άλλον εργολάβο 2. η ανάθεση παραγγελιών από μεγάλη βιομηχανική μονάδα σε άλλη μικρότερη ή σε βιοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεργολάβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην… … Dictionary of Greek
χαρωνίται — οἱ, Α (στην αρχ. Ρώμη) σκωπτικός χαρακτηρισμός συγκλητικών που είχαν αναδειχθεί μετά τον θάνατο τού Ιουλίου Καίσαρος, βάσει ψευδών παραγγελιών τις οποίες είχε δήθεν αφήσει εκείνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χάρων, ωνος + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
άγγαρος ή αγγαρήιος — (από την περσ. λέξη άγκαρ = αγγελιαφόρος, γραμματοφόρος). Στην Περσία ονομαζόταν έτσι o έφιππος ταχυδρόμος των βασιλικών παραγγελιών. Το όνομα αυτό είχε και o «εκ διαδοχής αγγελιαφόρος», που ήταν ταχυδρόμος με άλογο του δημοσίου που το… … Dictionary of Greek
Βάγκα, Περίνο ντελ- — (Perino del Vaga, 1500 1547). Ιταλός ζωγράφος. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον άσημο ζωγράφο Αντρέα ντε Τσέρι και στη συνέχεια μαθήτευσε στο εργαστήριο του Ριντόλφο Γκιρλαντάγιο, όπου προκάλεσε το ενδιαφέρον του ονομαστού εκείνη την… … Dictionary of Greek
Βασιλάκης, Αντώνιος — (ή Alience, όπως τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί, Μήλος 1556 – Βενετία 1629). Έλληνας ζωγράφος, κρητικής καταγωγής. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Βενετία κοντά στους αδελφούς του και μαθήτευσε στο εργαστήριο του Πάολο Βερονέζε. Η παιδεία του… … Dictionary of Greek
Καραβάτζιο, Μικελάντζελο Μερίζι — (Michelangelo Merisi Caravaggio, Μιλάνο 1571 – Πόρτο Έρκολε, Γκροσέτο; 1610). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ανανεωτές της ιταλικής ζωγραφικής. Ήταν γιος του Φέρμο Μερίζι, οικονόμου του μαρκησίου του Καραβάτζιο (περιοχή απ’… … Dictionary of Greek
Μπέκελααρ, Γιοακίμ — (Joachim Buechelaer, περ. 1530 – 1573). Φλαμανδός ζωγράφος. Υπήρξε συγγενής και μαθητής του Πιέτερ Άουρτσεν. Ζωγράφιζε κυρίως θρησκευτικά θέματα, παρόμοιας τεχνοτροπίας με τον δάσκαλό του. Πολλές φορές εργάστηκε και με την καθοδήγηση άλλων… … Dictionary of Greek
Περουτζίνο, Πιέτρο Βανούτσι, ο επονομαζόμενος– — (Perugino, Τσιτά ντέ λα Πιέβε, Περούτζια περ. το 1450 – Φοντινιάνο, Περούτζια 1523). Ιταλός ζωγράφος Είναι άγνωστο ποιος ήταν ο δάσκαλός του, αλλά η φωτεινότητα και η διαφάνεια των πινάκων του μαρτυρούν την επίδραση του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα. Το … Dictionary of Greek